ανατάραξη

ανατάραξη
[-ις (-εως)] η см. ανατάραγμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανατάραξη" в других словарях:

  • ἀναταράξῃ — ἀναταράσσω stir up aor subj mid 2nd sg ἀναταράσσω stir up aor subj act 3rd sg ἀναταράσσω stir up fut ind mid 2nd sg ἀ̱ναταράξῃ , ἀναταράσσω stir up futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱ναταράξῃ , ἀναταράσσω stir up futperf ind mid 2nd sg (doric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρακτός — ή, ό / ταρακτός, ή, όν, ΝΑ, και ταραχτός, ή, ό, Ν [ταράσσω] αυτός που επιδέχεται ανατάραξη ή αυτός που υπόκειται ανατάραξη νεοελλ. αυτός που παρασκευάζεται με ανατάραξη («ταραχτά αβγά») …   Dictionary of Greek

  • ανακάτωμα — το 1. ανακίνηση, ανάδευση, ανατάραξη 2. τοποθέτηση πραγμάτων δίχως τάξη, διατάραξη τής κανονικής τους θέσης, ακαταστασία 3. ανάμιξη πραγμάτων 4. συμμετοχή, επέμβαση, συνενοχή 5. η μη φιλική συναναστροφή ή σχέση, μπέρδεμα 6. αναστάτωση, σύγχυση,… …   Dictionary of Greek

  • ανακάτωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει υποστεί ανάδευση, ανακίνηση, ανατάραξη 2. αυτός που δεν έχει υποστεί ανάμιξη, αμιγής, ανόθευτος 3. αυτός που δεν αναμίχθηκε σε ξένη υπόθεση, αμέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατωτός < ανακατώνω. Η σημ. της αρνήσεως προήλθε …   Dictionary of Greek

  • ανακίνηση — η (Α ἀνακίνησις) [ἀνακινῶ] κίνηση προς διάφορες κατευθύνσεις, ανατάραξη, ανάδευση νεοελλ. επαναφορά λησμονημένου θέματος στην επιφάνεια, μνεία αρχ. 1. κίνηση τών βραχιόνων επάνω και κάτω, ως προπαρασκευαστική άσκηση τής πυγμαχίας 2. προπαρασκευή …   Dictionary of Greek

  • ανακούνημα — το [ανακουνώ] η ανακίνηση, ανατάραξη …   Dictionary of Greek

  • ανακύκηση — η ανακίνηση, ανατάραξη, ανακάτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + αρχ. κύκησις*. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα «Αιών»] …   Dictionary of Greek

  • ανατάραγμα — το 1. ανατάραξη, ανακίνηση 2. συγκλονισμός, σπασμός από αρρώστια (πυρετό, επιληψία κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • δάρσιμο — το ο δαρμός νεοελλ. έντονη και συνεχής ανατάραξη υγρού προϊόντος («το δάρσιμο τού γάλακτος», για να αφαιρεθεί το βούτυρο). [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρω, εδάρην (πρβλ. γδάρσιμο < γδέρνω έγδειρα)] …   Dictionary of Greek

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»